- συναποθεοῦντες
- συναποθεόωdeify togetherpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποθεώ — όω, Α [ἀποθεῶ] θεοποιώ συγχρόνως («ὥσπερ τῇ ψυχῆ καὶ τὸ σῶμα συναποθεοῡντες», Ιω. λυδ.) … Dictionary of Greek